Το στρατηγικό σχέδιο που προωθεί το υπερταμείο για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του προϊόντος

Της Κωνσταντίνας Χελιδώνη

Με σκοπό να καταστεί το ελληνικό αλάτι ένα ισχυρό brand παγκοσμίως, που θα ξεχωρίζει για τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά προσδίδοντας και την ανάλογη προστιθέμενη αξία σε όλη την αλυσίδα παραγωγής η Ελληνικές Αλυκές Α.Ε., θυγατρική του υπερταμείου (Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας), σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, βρίσκεται σε διαδικασία στρατηγικού σχεδιασμού για την επόμενη μέρα. Συγκεκριμένα, η εταιρεία, σε συνεργασία με εξωτερικό συνεργάτη, επιχειρεί τη χαρτογράφηση της εγχώριας αγοράς άλατος και έχει ήδη ξεκινήσει την υλοποίηση πλάνου για το 2022 και τις ενέργειες για την περαιτέρω αξιοποίηση της αλυκής Κίτρους.

Βασικά πλεονεκτήματα

Προς την κατεύθυνση αυτή, οι Ελληνικές Αλυκές διαθέτουν σημαντικά πλεονεκτήματα, καθώς το θαλασσινό αλάτι παράγεται μέσω φυσικής διαδικασίας. κατά 100% κατέχοντας ένα από τα πιο ισχυρά «ατού» την παραγωγή δηλαδή αγνού και βιολογικού προϊόντος, ενώ και η πρόσφατη αναγνώριση της αφρίνας Μεσολογγίου ως προϊόντος ΠΓΕ ανοίγει τον δρόμο της προώθησης του προϊόντος με επώνυμη ετικέτα. Το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας κατέχει κατά 55,19% το υπερταμείο και ακολουθούν η εταιρεία Καλαμαράκης Α.Ε., που παράγει το αλάτι Κάλας, με 24,81% και ο δήμος Μεσολογγίου κατά 10,19%. Το υπόλοιπο 9,81% ανήκει σε μετόχους, με τον καθένα να έχει μερίδιο κάτω του 5%.

Ειδικά για την εταιρεία Καλαμαράκης φημολογείται ότι παραμένει ιδιαιτέρα ενεργό το ενδιαφέρον της προκειμένου να αποκτήσει μεγαλύτερο ποσοστό. Σύμφωνα, μάλιστα, με δηλώσεις του διευθύνοντος συμβούλου του υπερταμείου, Γρηγόρη Δημητριάδη η εταιρεία τα τελευταία χρόνια έχει υπερδιπλασιάσει τον τζίρο της, που πλέον έχει φτάσει τα 8 εκατ. ευρώ, ενώ πλέον είναι κερδοφόρα και δίνει μερίσματα. Ενδεικτικό, πάντως, της εικόνας που παρουσιάζει αυτή τη στιγμή η εταιρεία είναι ότι, όταν εντάχθηκε στο χαρτοφυλάκιο θυγατρικών εταιρειών του υπερταμείου, ο κύκλος εργασιών ήταν μόλις 3,5 εκατ. ευρώ καταγράφοντας ζημιές, ενώ πλέον κατέχει κερδοφόρα αποτελέσματα.

Σήμερα, η εταιρεία εκμεταλλεύεται εννέα ελληνικές αλυκές που αποτελούν το 92% του συνόλου των αλυκών, καλύπτοντας το 60% της εγχώριας ζήτησης σε πρωτογενές αλάτι, ενώ το υπόλοιπο 40% εισάγεται από τη Νότια Αφρική, την Αίγυπτο και την Τυνησία. Να σημειωθεί ότι, οι Ελληνικές Αλυκές αξιοποιούν σχεδόν το σύνολο των αλυκών της χώρας και συγκεκριμένα τις αλυκές Μεσολογγίου-Αιτωλοακαρνανίας, Κίτρους-Πιερίας, Καλλονής-Λέσβου, Πολιχνίτου-Λέσβου, Αγγελοχωρίου-Θεσσαλονίκης, Μέσης-Ροδόπης και Νέας Κεσσάνης-Ξάνθης. Οι βασικές χρήσεις των προϊόντων της εταιρείας είναι το βρώσιμο αλάτι, το αλάτι για βιομηχανική χρήση, το αλάτι για αποσκλήρυνση νερού, το αλάτι για αποχιονισμό οδικών δικτύων, ενώ από την αλυκή του Μεσολογγίου παράγεται ειδικός τύπος άλατος, υψηλής ποιότητας με την ονομασία αφρίνα, τοπική ονομασία για τον ανθό άλατος.

Τα κύρια συστατικά που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή του αλατιού είναι η θάλασσα, ο αέρας και ο ήλιος χωρίς καμία προσθήκη χημικών ή άλλων πρόσθετων, σε αντίθεση με το ορυκτό αλάτι που παράγεται και απαιτεί χημική επεξεργασία. Τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά είναι και αυτά που σύμφωνα με στελέχη του υπερταμείου: «ξεχωρίζουν το προϊόν έναντι των ανταγωνιστών που δεν κατέχουν σε τέτοιο βαθμό τη φυσική διαδικασία». Σχετικά με την αφρίνα Μεσολογγίου, ένα από τα πλέον γνωστά προϊόντα των Ελληνικών Αλυκών, αυτή παράγεται μόνο στην αλυκή Μεσολογγίου, εξαιτίας των ιδανικών συνθηκών που επικρατούν στη περιοχή και συλλέγεται αποκλειστικά με το χέρι από εξειδικευμένους εργάτες. Πριν από λίγο καιρό η εταιρεία έλαβε την οριστική έγκριση από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων για την ταυτότητα του προϊόντος και ο φάκελος αυτή τη στιγμή έχει μεταβιβαστεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την ολοκλήρωση του τελικού σταδίου.

Ακολουθήστε το foodlife.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις