Σε αποκλειστική συνέντευξη στην Κωνσταντίνα Χελιδώνη ο πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Κρέατος μιλά για τις παθογένειες του κλάδου, τονίζει ότι πρέπει να δώσουμε ταυτότητα στο ελληνικό κρέας και εξαγγέλλει ότι η ψηφιακή βάση δεδομένων για τον τομέα του κρέατος θα είναι στον αέρα από το φθινόπωρο

ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΧΕΛΙΔΩΝΗ

–          Κάνοντας μία αποτίμηση για την αγορά του Πάσχα, πως αξιολογείτε την πορεία του κλάδου; Υπήρξαν προβλήματα και ποιες πιστεύετε ότι θα πρέπει να είναι οι επόμενες κινήσεις σας, ώστε να καταπολεμηθούν οι αθέμιτες πρακτικές;

Φέτος ζήσαμε καταστάσεις κωμικοτραγικές. Καταφέραμε το ακατόρθωτο, σε μια χρονιά που και τα αρνιά ήταν λίγα, ενώ ο καταναλωτής ονειρευόταν ένα ανοιχτό Πάσχα για να μπορέσει πραγματικά να κινηθεί, να καταναλώσει και να διασκεδάσει. Έτσι η ΕΔΟΚ ως όφειλε οργάνωσε συνέντευξη τύπου τέσσερις εβδομάδες  πριν το Πάσχα  και  ανακοίνωσε  ενδεδειγμένες τιμές αγοράς από τους κτηνοτρόφους και τις   τιμές πώλησης  στα  κρεοπωλεία.  Αυτές ήταν μεσοσταθμικά στα 7,50 ευρώ  για τον παραγωγό και έως 12 ευρώ για τον καταναλωτή. Δυστυχώς όμως  από την μια πλευρά οι κατά τόπους αγροτοπατέρες και από την άλλη το όργανο των παραδοσιακών κρεοπωλών κατέστρεψαν με την στάση τους  την ομαλή λειτουργία της  αγοράς του αρνιού του  φετινού Πάσχα. Οι μεν πρώτοι με τις απαράδεκτες δηλώσεις προέτρεψαν τους  κτηνοτρόφους να  απαιτήσουν τιμές πώλησης 9 ευρώ το αρνί και 10 ευρώ το κατσίκι, ενώ οι δεύτεροι έκαναν γενική συνέλευση με την οποία προέτρεψαν τα μέλη τους  να  μην πουλήσουν  τα  αρνιά  στους  καταναλωτές 15 και 16 ευρώ το κιλό αλλά για το καλό του καταναλωτή να τα πουλήσουν μέχρι 14 ευρώ. Με την φημολογούμενη τιμή στα  15 και 16 ευρώ  ο καταναλωτής αποφάσισε  να αγοράσει φέτος πολύ λιγότερο κρέας ή καθόλου και κάποιοι επέλεξαν την εστίαση. Το αποτέλεσμα ήταν στο τέλος να είναι όλοι δυσαρεστημένοι. Η αιτία φυσικά είναι ότι  κάθε  κλάδος αντί να λειτουργήσει ομαδικά, διασπάται και κάνει χωριστά την δική του πολιτική, η οποία φέρνει σύγχυση μεταξύ των επαγγελματιών και αρνητικά αποτελέσματα στην αγορά. Μετά από αυτά τα  γεγονότα, μας δίνεται μια πρώτης τάξεως ευκαιρία, εν όψει της αγοράς των Χριστουγέννων του 2022, να  προχωρήσουμε  στην  οργάνωση  μια  Διεπαγγελματικης συμφωνίας. Συμφωνία κατά την οποία θα ορίσουμε από κοινού ποια θα είναι η μέση τιμή του αρνιού και του κατσικιού ώστε να γνωρίζει ο παραγωγός, ο έμπορος αλλά και ο τελικός καταναλωτής πώς να κινηθεί ώστε να μην επαναληφθούν τα ίδια λάθη. Πρέπει να πετύχουμε μια κοινή γραμμή  των φορέων ώστε τα αποτελέσματα όλων στο τέλος να  είναι θετικά.

–          Το διεθνές περιβάλλον, όπως διαμορφώνεται αυτή τη στιγμή, με την παρατεταμένη ενεργειακή κρίση και τον πόλεμο στην Ουκρανία,, φέρνει στο προσκήνιο την ανάγκη διατροφικής ασφάλειας της χώρας. Έχουν υπάρξει ενέργειες προς την χάραξη μιας νέας στρατηγικής και ποιες είναι οι επόμενες κινήσεις σας;

Η κρίση αυτή δυστυχώς έχει ανοίξει τον ασκό του Αιόλου, με σχεδιαζόμενες ελλείψεις να είναι προ των πυλών, καθώς σε μία περίοδο κρίσης για να διατηρήσεις σε μία χώρα την υγεία και ευρωστία του λαού σου θα πρέπει να διαθέτεις τουλάχιστον το 50% της ποσότητας του κρέατος που καταναλώνεις. Εμείς έχουμε μόνο το 36%, άρα υπάρχει ένα τεράστιο έλλειμμα. Από εκεί και πέρα βασιζόμαστε στις εισαγωγές. Ήδη τα πρώτα μηνύματα στην Ε.Ε. δείχνουν ότι τα πράγματα θα χειροτερέψουν. Για παράδειγμα, η Γαλλία που είναι εξαγωγική δύναμη ήδη προσανατολίζεται σταδιακά να μειώσει την παραγωγή της, καθώς για να παράγεις πρέπει να έχεις και την αντίστοιχη διαθεσιμότητα  ζωοτροφών και ενέργειας, οι οποίες όπως είναι γνωστό έχουν περιοριστεί. Άρα λοιπόν για να μην επιβαρυνθεί περεταίρω η οικονομία της, σκοπεύει να μειώσει την παραγωγή -έχει εξασφαλίσει την διατροφική της ασφάλεια- και θα εξάγει πολύ λιγότερο. Την ίδια πολιτική θα ακολουθήσουν και άλλες  εξαγωγικές χώρες. Αυτό σημαίνει ότι το κρέας, δεν θα  είναι προσιτό όπως σήμερα ενώ θα γίνει και πολύ πιο ακριβό.

Από την πλευρά μας, έχουμε κάνει κινήσεις ώστε να λύσουμε το θέμα της επισιτιστικής ασφάλειας, αρχής γενομένης από την αιγοπροβατοτροφία για την οποία διαθέτουμε ένα συγκριτικό πλεονέκτημα και με την οποία μπορούμε και να γίνουμε αυτάρκεις αλλά και να εξελιχθούμε σε μια σοβαρή εξαγωγική δύναμη. Και αναφέρομαι όχι μόνο στην αιγοπροβατοτροφία που δίνει καλό γάλα για να κάνουμε την φέτα μας, αλλά και στην κρεοπαραγωγική αιγοπροβατοτροφία, καθώς η γαλακτοπαραγωγός αιγοπροβατοτροφία είναι ικανή για πολύ γάλα αλλά όχι για πολύ κρέας. Πρέπει λοιπόν και εμείς να κάνουμε το αυτονόητο, να κάνουμε και κρεοπαραγωγική, δηλαδή να έχουμε ειδικές ράτσες οι οποίες θα μας δίνουν μεγάλες ποσότητες κρέατος. Μια κίνηση που έρχεται να «κουμπώσει» απόλυτα και με την Πράσινη συμφωνία της Ε.Ε., καθώς η παραγωγή κρέατος αιγοπροβατοτροφίας, τηρεί τις σύγχρονες απαιτήσεις για κατανάλωση προϊόντων αειφόρου παραγωγής. Παράλληλα  ο νέος αυτός παραγωγικός κλάδος απαντά και στις απαιτήσεις του εθνικού τουριστικού γαστρονομικού χάρτη που είναι υπό κατάρτιση.

–          Ποια είναι η πρόταση σας για την παραγωγή κρέατος στην Ελλάδα με τα νέα δεδομένα, τόσο τα γεωπολιτικά όσο και στο πλαίσιο της Πράσινης συμφωνίας;

Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η Πράσινη συμφωνία που έρχεται δυσχεραίνει τον τρόπο παραγωγής, αλλά από την άλλη βάζει κανόνες διαμορφώνοντας ένα πλαίσιο για να καταναλώνουμε ένα υγιέστερο και ασφαλέστερο κρέας. Για την χώρα μας, δε, είναι πολύ σημαντική συμφωνία αν λάβουμε υπόψη ότι είμαστε μια χώρα που εισάγουμε αρκετές ποσότητες και έχουμε σημαντικές προϋποθέσεις  ώστε να  παράγουμε κάποιες από αυτές. Έχουμε λοιπόν τη δυνατότητα, τις επιπτώσεις από τα μέτρα που θα παρθούν για την μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος να τις μετατρέψουμε από πρόβλημα, σε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία, καθώς η κρεοπαραγωγική αιγοπροβατοτροφία όπως ανέφερα είναι μια αειφόρος διαδικασία με την υπογραφή της φύσης και πολλαπλά οφέλη για όλους. Η διατήρηση των βοσκοτόπων  και η  ανανέωση χρόνο με τον χρόνο της βιοποικιλότητας είναι μια  υποχρέωση που έχει αναλάβει η χώρα  μας και αυτή δεν επιτυγχάνεται με  κανένα άλλο τρόπο πάρα μόνο  με  τα  μικρά μηρυκαστικά, την γίδα  και το πρόβατο διότι είναι  τα  μοναδικά ικανά ζώα για όλα αυτά. Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να συνεισφέρουμε και στην ανάπτυξη των χωριών μας και στο τουριστικό προϊόν της χώρας μας, αφού πλέον ο τουρίστας δίνει μεγάλη σημασία και στο γαστρονομικό κομμάτι.

–          Πρόσφατα ανακοινώσατε τη δημιουργία ψηφιακής βάσης δεδομένων για τον τομέα του κρέατος, ένα έργο που «τρέχετε» σε συνεργασία με το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Πείτε μας δύο λόγια για αυτό και πότε πιστεύετε ότι θα είναι στον αέρα;

Πράγματι η Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Κρέατος έχει προχωρήσει σε συνεργασία με το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, στη δημιουργία ψηφιακής βάσης των δεδομένων, που θα συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία των επαγγελματικών κλάδων του τομέα του κρέατος. Η πληροφορία πλέον είναι πολύ σημαντική και εμείς θέλουμε την πραγματική πληροφορία, ώστε να συλλέξουμε τα στοιχεία και να μπορέσουμε μέσα από αυτά να αναδείξουμε τα πραγματικά προβλήματα του κλάδου και στη συνέχεια να βρούμε τις κατάλληλες λύσεις. Η αξιοποίηση των στοιχείων αυτών θα μας δίνουν δευτερογενείς πληροφορίες αλλά και δείκτες τους οποίους έχουμε ανάγκη τόσο ως κλάδος, όσο και ως χώρα. Υπολογίζουμε ότι μέσα στο καλοκαίρι θα έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία και από τις πρώτες μέρες του φθινοπώρου θα μπορούμε να δίνουμε σε πραγματικό χρόνο στοιχεία στην αγορά ώστε να μπορούν με τη σειρά τους και οι επαγγελματίες να παίρνουν τα μέτρα τους και να επενδύουν με ασφάλεια.

–          Εάν έπρεπε να επισημάνετε τις μεγαλύτερες παθογένειες και ελλείψεις του κλάδου σας ποιες θα ήταν αυτές;

Η ΕΔΟΚ έχει θέσει και διεκδικεί προτεραιότητες, δια των μελών της, γνωρίζοντας ακριβώς τα προβλήματα της ελληνικής κτηνοτροφίας και της διακίνησης του κρέατος. Θέλω βέβαια να εξαιρέσω τον κλάδο της πτηνοτροφίας, καθώς διαθέτουμε έναν από τους πιο οργανωμένος κλάδους πτηνοτροφίας στον κόσμο, με το κοτόπουλο μας να είναι πραγματικά πολύ υψηλών προδιαγραφών. Ο κλάδος της χοιροτροφίας παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα, αφού ελληνικό κρέας είναι μόνο το 24%,και δεν διαθέτει καμία ταυτότητα ενώ και στην βοοτροφία η εικόνα είναι αντίστοιχη αλλά με προοπτικές ανάπτυξης. Το συγκριτικό μας πλεονέκτημα και ο τομέας που μπορεί να αναπτυχθεί στην Ελλάδα είναι η αιγοπροβατοτροφία. Πρέπει  να παραγάγουμε κρέας και με  κρεοπαραγωγικά πρόβατα και επιτέλους να δώσουμε ταυτότητα στο ελληνικό κρέας.

Ακολουθήστε το foodlife.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις