Πώς τις επηρεάζουν οι αγοραστικές συνήθειες των καταναλωτών

Κατά 10% περίπου ακριβότερες, μεσοσταθμικά, σε σύγκριση με την Ευρωζώνη είναι οι τιμές στα τυποποιημένα προϊόντα σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα, παρότι οι διαφορές μεταξύ της χώρας μας των υπόλοιπων κρατών μελών έχουν μειωθεί σημαντικά από το 2011.

Όπως επισημαίνεται σε έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, υπάρχει δυνατότητα περαιτέρω βελτίωσης με παρεμβάσεις οι οποίες αυξάνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των προμηθευτών, επιφέρουν αλλαγές στη δομή της αγοράς των λιανεμπόρων και – σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα – έχουν στόχο μέσω της εκπαίδευσης να οδηγήσουν σε αυξημένο καταναλωτικό αλφαβητισμό.

Για ένα μεγάλο μέρος μη επεξεργασμένων ειδών διατροφής και υπηρεσίες, τα οποία είναι εξίσου σημαντικά για τους καταναλωτές με τα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα σουπερμάρκετ και είναι ως επί το πλείστον εγχωρίως παραγόμενα, η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών με τις χαμηλότερες τιμές, όπως σημειώνεται.

Οι εισαγόμενες πληθωριστικές πιέσεις των τελευταίων ετών έχουν μειώσει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, η οποία σταδιακά αποκαθίσταται αφενός με την αύξηση των μισθών και αφετέρου με την σταδιακή μείωση του πληθωρισμού τους τελευταίους μήνες. Πέραν του πληθωρισμού, ωστόσο, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται και στις διαφορές των τιμών μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, οι οποίες εξακολουθούν να είναι σημαντικές, παρά την απουσία εμπορικών περιορισμών και την εξάλειψη των διακυμάνσεων της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ενώ διάφορες έρευνες καταδεικνύουν ότι η Ελλάδα είναι μεταξύ των ακριβότερων χωρών σε αγαθά όπως το βρεφικό γάλα και τα απορρυπαντικά πλυντηρίου ρούχων.

Οι καταναλωτικές συνήθειες

Σύμφωνα με την έκθεση οι καταναλωτικές συνήθειες προσεγγίζονται με βάση δύο μεταβλητές.

  • Η πρώτη μεταβλητή μετρά την “ένταση της κατανάλωσης”, η οποία υπολογίζεται ως ο αριθμός των μονάδων που πωλούνται ανά άτομο και ανά μήνα σε μια γεωγραφική περιοχή. Υψηλότερη ένταση κατανάλωσης συνδέεται a priori με χαμηλότερες τιμές, καθώς οι καταναλωτές θα αφιερώσουν περισσότερο χρόνο για να κάνουν έρευνα αγοράς αν θεωρούν ότι το προϊόν είναι σημαντικό και αν ξοδεύουν γι’ αυτό σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο του διαθέσιμου εισοδήματός τους. Αυτή η μεταβλητή μπορεί να θεωρηθεί ότι μετρά το κόστος αναζήτησης σε επίπεδο προϊόντος.
  • Η δεύτερη μεταβλητή βασίζεται στο μέσο μέγεθος συσκευασίας που αγοράζουν οι καταναλωτές και αποτυπώνει τις προτιμήσεις τους για ορισμένα μεγέθη συσκευασιών. Ενώ γενικά όσο μεγαλύτερη είναι η συσκευασία, τόσο χαμηλότερη τείνει να είναι η τιμή μονάδας, ο καταναλωτής είναι εκείνος που θα επιλέξει ποιο μέγεθος συσκευασίας θα αγοράσει (εφόσον βεβαίως υπάρχουν μεγαλύτερες συσκευασίες). Η μεταβλητή αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως ένα χαρακτηριστικό του καταναλωτή που αφορά κατά πόσον αυτός προσέχει την τιμή μονάδας που διαμορφώνεται σε συνάρτηση με το μέγεθος της συσκευασίας ή δεν προσέχει, οπότε οι επιχειρήσεις μπορούν να καθορίζουν υψηλότερες τιμές. Γενικά πάντως, οι μεγαλύτερες συσκευασίες συνδέονται με χαμηλότερες τιμές.

Τα 4 βασικά συμπεράσματα για την πορεία των τιμών

Μεταξύ των βασικών συμπερασμάτων που προκύπτουν από τη μελέτη:

Πρώτον, οι παρατηρούμενες διαφορές τιμών μεταξύ της Ελλάδος και της ζώνης του ευρώ έχουν πλέον συρρικνωθεί σημαντικά κατά μέσο όρο (μόλις 3%, ή 5% χωρίς το ελαιόλαδο) καθώς, ανάλογα με το προϊόν, οι διαφορές των τιμών μπορεί να είναι είτε σημαντικά μεγαλύτερες είτε σημαντικά μικρότερες σε σύγκριση με το μέσο όρο της ευρωζώνης.

Δεύτερον, όσον αφορά τα προϊόντα που είναι πιο ακριβά, π.χ. ανθρακούχα αναψυκτικά, στιγμιαίος καφές, χαρτί υγείας και δημητριακά, οι τιμές θα ήταν 28%-33% χαμηλότερες αν οι αγορές των παραγωγών και των λιανεμπόρων, αλλά και οι προτιμήσεις των καταναλωτών ευθυγραμμίζονταν με τους αντίστοιχους μέσους όρους της ευρωζώνης. Η προσαρμογή των ερμηνευτικών μεταβλητών στο μέσο όρο της ευρωζώνης όχι μόνο θα εξάλειφε πλήρως τις διαφορές στις τιμές, αλλά και θα έκανε τα προϊόντα αυτά ακόμη φθηνότερα από ό,τι στην ευρωζώνη. Συνολικά, η προσαρμογή των ερμηνευτικών μεταβλητών στο μέσο όρο της ευρωζώνης θα έκανε την Ελλάδα φθηνότερη κατά 14% σε σχέση με τη ζώνη του ευρώ.

Τρίτον, οι καταναλωτικές συνήθειες διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στον καθορισμό των τιμών ορισμένων προϊόντων. Η προσαρμογή των συνηθειών των Ελλήνων καταναλωτών, όπως το προτιμώμενο μέγεθος συσκευασίας, στις συνήθειες του μέσου καταναλωτή της ευρωζώνης θα οδηγούσε, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε αυξήσεις τιμών αντί για μειώσεις. Παράδειγμα είναι το ελαιόλαδο. Τα αποτελέσματά  υποδηλώνουν ότι η σχετική τιμή του ελαιολάδου στην Ελλάδα θα αυξανόταν κατά 37% αν τα χαρακτηριστικά της αγοράς λιανικής και οι προτιμήσεις των καταναλωτών ευθυγραμμίζονταν με τους μέσους όρους της ευρωζώνης. Και αυτό διότι το ελαιόλαδο στην Ελλάδα αγοράζεται συνήθως σε πολύ μεγαλύτερες συσκευασίες σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ, με αποτέλεσμα η προσαρμογή του μεγέθους της συσκευασίας στο μέσο όρο της ευρωζώνης να οδηγήσει σε σημαντικές ανατιμήσεις.

Τέταρτον, με βάση τα αποτελέσματα το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης των τιμών μετά την προσαρμογή της Ελλάδος στον μέσο όρο της ευρωζώνης οφείλεται, κατά μέσο όρο, στην επίδραση του προϊόντος με ηγετική θέση στην αγορά και στην επίδραση της συγκέντρωσης της αγοράς λιανικής. Συνολικά, η βελτίωση της δομής της ελληνικής αγοράς στα πρότυπα του μέσου όρου της ευρωζώνης θα μείωνε τις τιμές κατά 17% κατά μέσο όρο για τις 11 κατηγορίες προϊόντων με τα υψηλότερα μερίδια στο καλάθι του καταναλωτή (βλ. Πίνακα 3, προτελευταία σειρά). Το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης (13%) θα προερχόταν από τη βελτίωση της δομής της αγοράς λιανικής τόσο ως προς τον καταναλωτή όσο και ως προς τον παραγωγό. Η μείωση των τιμών θα ήταν κατά μέσο όρο μεγαλύτερη (23%) αν εξαιρεθεί το ελαιόλαδο.

Ακολουθήστε το foodlife.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις